Στον απόηχο της πανδημίας του κορωνοϊού, το ηλεκτρονικό εμπόριο και η άμεση παράδοση, αναδείχθηκαν ως μία από τις πιο περιζήτητες υπηρεσίες logistics παγκοσμίως.

Για να αντιληφθούμε την ανάπτυξη αυτής της αγοράς και συγκεκριμένα του q-commerce (quick commerce, είναι τύπος ηλεκτρονικού εμπορίου με έμφαση στην ταχύτατη παράδοση, με τυπικό χρόνο παράδοσης σε λιγότερο από μία ώρα) που μπορεί να φαντάζει σαν μια επαναστατική ιδέα αλλά αποτελεί επί της ουσίας μετεξέλιξη του delivery των εστιατορίων και των καφέ, το 2022 περισσότερα από 400 εκατομμύρια καταναλωτές -σ.σ. πέρυσι ο αριθμός τους ξεπέρασε τα 511 εκατομμύρια και θα φτάσει τα 788 εκατομμύρια το 2027- έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας για άμεση παράδοση. Mόνο στις ΗΠΑ, η αγορά γρήγορου εμπορίου απέφερε το 2022 έσοδα άνω των 21 δισ. δολ., όταν στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη Statista Market Insights, άγγιζε τα 7 δισ. ευρώ και το 2027 εκτιμάται θα φθάσει στα 13,82 δις. ευρώ.

Όμως παρά τα εντυπωσιακά, είναι η αλήθεια, νούμερα, ο κλάδος του Q commerce (Quick commerce), αντιμετωπίζει προκλήσεις από τη διαχείριση των αποθεμάτων και την εφοδιαστική αλυσίδα, μέχρι τη διατήρηση υψηλού επιπέδου εξυπηρέτησης. Αν και, το σημαντικότερο πρόβλημα, είναι η αδυναμία των περισσότερων εταιρειών να βγάλουν κέρδη. Ακόμα και έτσι, όμως, υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας του καταναλωτή. Το γεγονός ότι επέλεξε μία φορά μια υπηρεσία γρήγορου delivery δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα επιστρέψει, ότι είναι ανυπόμονος σε όλες τις αγορές του και ότι δε θα προτιμήσει, για τα βασικά του ψώνια, να επισκεφτεί το κοντινό του οικονομικό σούπερ μάρκετ. Εξάλλου, όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι οι καταναλωτές επιθυμούν, όντως, να κάνουν αρκετές αγορές διά ζώσης και ότι αγαπούν το φυσικό κατάστημα. Ακόμα και αν θέλουν να εξοικονομήσουν χρόνο, όμως, για αυτές τις βασικές αγορές δεν τους πειράζει να περιμένουν μερικές ώρες για την παραλαβή. Τίποτα δεν εγγυάται, δηλαδή, ότι αν χρειάζονται κάτι επειγόντως δε θα προτιμήσουν το διπλανό τους μπακάλικο/μίνι μάρκετ, εφόσον υπάρχει, από το να κάνουν μια online παραγγελία.

Στην Ελλάδα αυτό έγινε περισσότερο από εμφανές τους τελευταίους μήνες.

Ήδη έξι πλατφόρμες που δραστηριοποιούνταν στο q-commerce, έχουν κατεβάσει ρολά. Τελευταία περίπτωση είναι αυτή της Instashop. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα που ίδρυσαν το 2015 στο Ντουμπάι ο Γιάννης Τσιώρης και η Ιωάννα Αγγελιδάκη (η Instashop εξαγοράστηκε το 2020 από τη Γερμανική Delivery Hero έναντι 360 εκατ. δολ.), κατέβασε ρολά στην Ελλάδα στο τέλος του 2023.

Είχε προηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2022, η έξοδος από την αγορά της Ferto που εξαγοράστηκε από την POP Market. Όμως ούτε η POP Market άντεξε. Τον περασμένο Οκτώβριο, δύο χρόνια μετά την έναρξη δραστηριοποίησής της στην αγορά, κατέβασε ρολά. Στον μακρύ κατάλογο των αποχωρήσεων και το Rabbit, που είχαν φτιάξει ο Dany Kharrat και ο Malek Fattee, -σ.σ. είχε εισέλθει στην αγορά τον Απρίλιο του 2022- και η Rocket Delivery.

Ο ξαφνικός θάνατος αυτών των εταιρειών σχετίζεται πρωτίστως με την αδυναμία τους να παράξουν κέρδη. Σύμφωνα με μελέτη, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, οι ευρωπαϊκές νεοσύστατες επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου θα πρέπει να διπλασιάσουν το μέγεθος των καλαθιών τους και να τετραπλασιάσουν τον όγκο των παραγγελιών τους.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πραγματοποιούν τουλάχιστον 1.500 παραδόσεις την ημέρα και η μέση αξία κάθε αγοράς θα πρέπει να είναι της τάξης των 30 ευρώ για να φτάσει σε EBIT από 4%-6% ανά παραγγελία (μελέτη του 2021 λέει ότι οι ευρωπαϊκές startups που επικεντρώνονται στο γρήγορο delivery, θα πρέπει να τετραπλασιάσουν τον όγκο και να διπλασιάσουν την αξία των ημερήσιων παραγγελιών, προκειμένου να δημιουργήσουν κέρδος). Η POP Market παραδείγματος χάριν, που έκλεισε πέρυσι το Φθινόπωρο, στη χρήση με τζίρο 1,993 εκατ. ευρώ το 2022 (τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός) από 159.023 ευρώ το 2021, είχε ζημιές 2,766 εκατ. ευρώ από ζημιές 683.667 ευρώ το 2021.

Το δεύτερο πρόβλημα, που δεν είναι καθόλου αμελητέο, είναι το κόστος ζωής.

Ο πληθωρισμός έχει επηρεάσει σημαντικά τις αγορές μέσω διαδικτύου, με την κατηγορία των τροφίμων να επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις αυξημένες τιμές. Αυτό έχει προκαλέσει τριγμούς στην παγκόσμια αγορά του q-commerce, οδηγώντας μεγάλα ονόματα του χώρου να πετάξουν λευκή πετσέτα από συγκεκριμένες αγορές και να φρενάρουν την ανάπτυξή τους.

Παραδείγματος χάριν η τουρκική Getir, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου, έχει ήδη φύγει από την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, καθώς η ζήτηση για γρήγορες παραδόσεις ειδών παντοπωλείου σε λιγότερο από 20 λεπτά έχει υποχωρήσει εν μέσω της κρίσης του κόστους ζωής, ενώ το κόστος έχει αυξηθεί.

Οι κλυδωνισμοί που δέχεται το q-commerce έχουν προκαλέσει και κύματα μαζικών απολύσεων ενώ θολό είναι το τοπίο πόσοι ακριβώς εργαζόμενοι έχουν επηρεαστεί από τα λουκέτα στην Ελλάδα. Η Ινδική Dunzo πάντως μέχρι και τον περασμένο Απρίλιο είχε απολύσει το 30% του εργατικού δυναμικού της, σχεδόν 300 εργαζόμενους, αφού συγκέντρωσε 75 εκατ. δολάρια σε νέο γύρο χρηματοδότησης.

Η Getir μέχρι τον περασμένο Αύγουστο είχε «κόψει» 2.600 θέσεις εργασίας, δηλαδή πάνω από το 10% του συνόλου των εργαζομένων της, σε πέντε χώρες και συγκεκριμένα σε Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία και στην Τουρκία που αποτελεί και την έδρα της. Παράλληλα, και η FreshDirect την οποία έχει εξαγοράσει η Getir έχει ανακοινώσει απολύσεις. Όπως έχει πει, σχεδιάζει να περικόψει το 3,5% του εργατικού της δυναμικού. Στις κεντρικές της εγκαταστάσεις στο Μπρόνξ απασχολεί πάνω από 3.000 άτομα.

Η ουσία είναι ότι το κόστος ζωής έχει αλλάξει εκ νέου το καταναλωτικό μοντέλο. Κάτι που αποτυπώνουν διεθνείς έρευνες όπως αυτή της NTT Data σύμφωνα με την οποία, από καταναλωτές που χρησιμοποιούν το q-commerce, το 59% λέει ότι τα χρησιμοποιεί τώρα λιγότερο συχνά.

Την ίδια στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφεται συγκράτηση από τους επενδυτές να ρίξουν τα λεφτά τους στον κλάδο.

Ενώ τη διετία 2020-2021 διοχέτευσαν περισσότερα από 14 δισ. δολάρια, το 2022 σύμφωνα με την εταιρεία μελετών και στατιστικών ερευνών PitchBook, οι επενδύσεις μειώθηκαν πάνω από 60% στα 3,8 δισ. δολ., ενώ η πτωτική τάση συνεχίσθηκε και πέρυσι.

Με βάση πάντως την πρόσφατη έρευνα της Convert Group για την πορεία των πωλήσεων των online super market, οι Q-Commerce παίκτες με δικές τους αποθήκες-γι’ αυτό, λένε οι ειδικοί, βλέπουμε σε αυτό το πεδίο να έχουν δυνατότητες επιτυχίας κατά βάση μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν ήδη ένα βελτιστοποιημένο δίκτυο από άποψη logistics, και μπορούν να θέσουν σε λειτουργία εύκολα ένα τέτοιο μοντέλο- όπως οι eFood Market και Wolt Market, (των οποίων ο τζίρος δεν συμπεριλαμβάνεται ελλείψει στοιχείων στην έρευνα) κερδίζουν συνεχώς μερίδιο στην ελληνική αγορά.

Previous
Previous

Σαν σήμερα, 3 Φεβρουαρίου

Next
Next

Τήνος, πρόγνωση καιρού