Σαν σήμερα, 2 Μαρτίου…

Σήμερα, 2 Μαρτίου

Γιορτάζουν

  • Ευθάλιος

  • Ευθαλία

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

  • Η Ημέρα των Χωρικών στη Μιανμάρ (Βιρμανία), σε ανάμνηση του πραξικοπήματος του 1962 που έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Νε Βιν (1910-2002), ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα αυτή της Ν.Α. Ασίας έως το 1988, εφαρμόζοντας ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, μέσα από ένα ιδιότυπο σοσιαλισμό αλά Βιρμανικά.

  • Το Τέξας γιορτάζει την ανεξαρτησία του από το Μεξικό (2 Μαρτίου 1836).

  • Στην Αιθιοπία γιορτάζεται η επέτειος της Μάχης της Άντουα (2 Μαρτίου 1896), στην οποία οι αιθιοπικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από ρώσους και γάλλους εθελοντές, νίκησαν τους Ιταλούς και εξασφάλισαν την ανεξαρτησία της χώρας.

  • Ημέρα της Εργασίας στην Αυστραλία.

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

  • Ησυχίου του συγκλητικού.

  • Αγίων μαρτύρων Νέστορος και Τριβιμίνου.

  • Αγίου μάρτυρος Τρωαδίου και των συν αυτώ.

  • Παρθενομάρτυρος Ευθαλίας.

  • Αγίου μάρτυρος Κοίντου του ομολογητού.

  • Αγίου ιερομάρτυρος Θεοδότου επισκόπου Κυρηνείας της Κύπρου.

  • Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας.

  • Αγίου Τσαντ του εκ Σκωτίας.

  • Οσίου πατρός ημών Αρσενίου του εκ Ρωσίας.

  • Οσίου πατρός ημών Αβραμίου του εκ Ρωσίας.

  • Οσίου πατρός ημών Αρέθα του Εγλείστου.

  • Αρσενίου επισκόπου Τβερ της Ρωσίας.

  • Οσίων πατέρων Βαρσανουφίου, Σάββα, Σαββατίου και Ευφροσύνου των εκ Ρωσίας.

  • Οσίου Ιωακείμ του Ιθακησίου.

  • Αμβροσίου πατριάρχου Γεωργίας.

  • Συνάξεως της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ενθρόνου.

  • Αγίου Νικολάου του Πλανά. Έλληνας ιερωμένος, από τους νεώτερους Αγίους της Ορθοδοξίας. Ο Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Ο πατέρας του, Ιωάννης Πλανάς, είχε ένα εμπορικό καΐκι και η μητέρα του, Αυγουστίνα Μελισσουργού, ήταν κόρη του ιερέα Γεωργίου Μελισσουργού. Ο μικρός Νικόλας ανατράφηκε σε χριστιανικό περιβάλλον και βοηθούσε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα τον παππού του, από τον οποίον έμαθε τα πρώτα γράμματα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του και σε ηλικία 14 ετών ήλθε με τη μητέρα του και την αδελφή του στην Αθήνα. Στα 17 του νυμφεύθηκε, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα. Χήρευσε όμως νωρίς, καθώς η σύζυγός του πέθανε μόλις γεννήθηκε το παιδί τους, ο Γιαννάκης, που το μεγάλωσε μόνος του. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκκλησία και στις 28 Ιουλίου 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό Μεταμορφώσεως της Πλάκας. Μετά από πέντε χρόνια, στις 2 Μαρτίου 1884, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στο ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, όπου έψελναν δύο πασίγνωστοι Έλληνες συγγραφείς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ο πατέρας Νικόλαος ιερουργούσε κάθε Κυριακή στους ναούς του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού (οδός Καλλιρρόης) και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης. Τις καθημερινές λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου οι αγρυπνίες του άφησαν εποχή και προσήλκυαν τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, ειδικά όταν στο ψαλτήρι βρισκόταν το δίδυμο Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη. Οι δύο συγγραφείς σε κείμενά τους έχουν εξάρει την απλότητα, την ταπεινότητα και την αγιοσύνη του πατέρα Νικόλα. Έχουν αναφερθεί μαρτυρίες παιδιών ότι τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης. Ο παπα-Νικόλας ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά. Του αρκούσε για τροφή λίγο ψωμί και λίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε ο ίδιος, και κάποιες φορές, λίγο γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί στην ερημική τότε περιοχή του Αϊ-Γιάννη. Βοηθούσε τους φτωχούς ενορίτες του, ακόμη και από το υστέρημά του. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του, σύμφωνα με μαρτυρίες. Θεράπευε ασθενείς, απομάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως. Την Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, ο παπα-Νικόλας λειτούργησε για τελευταία φορά στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του και στις 2 Μαρτίου 1932 αποδήμησε εις Κύριον, σε ηλικία 82 ετών. Το επόμενο πρωί το λείψανό του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί τριήμερο στον ναό του Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από κάθε σημείο του λεκανοπεδίου Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο. Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαρτίου, παρουσία πλήθους κόσμου και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος εκφώνησε τον επικήδειον λόγον. Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα λείψανα του Νικολάου Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του ναού του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Τον ίδιο χρόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο τον Νικόλαο Πλανά, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου.

Καθολική Εκκλησία

  • Αγίων Φαυστίνου και Ιοβίτας.

  • Αγίας Αγνής της Βοημίας, προστάτιδας της Τσεχίας.

  • Οσίου Κάρολου του Καλού, κόμη της Φλάνδρας.

  • Αγίου Τσαντ του εκ Σκωτίας, προστάτη των αστρονόμων.

Είπαν….

  • “Η αγάπη προς την ελευθερία είναι έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους.”

Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ιστορικός και δάσκαλος της ρητορικής.

  • “Ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν ν’ ακούσουν.”

    Τζορτζ Όργουελ

  • “Για να είσαι λεύτερος, πρέπει να μάθεις να είσαι φτωχός.”

    Βίκτωρ Ουγκώ

Σαν σήμερα, 2 Μαρτίου….

Τι έγινε σαν σήμερα, 2 Μαρτίου, στην Ελλάδα και τον Κόσμο

  • 537 Πολιορκία της Ρώμης υπό τον βασιλιά Ουίτιγις των Οστρογότθων ξεκινά την πολιορκία της πρωτεύουσας.

  • 1784 Ο Γάλλος εφευρέτης Ζαν Πιερ Μπλανσάρ πραγματοποιεί την πρώτη πτήση με αερόστατο πάνω από το Παρίσι.

  • 1824 Μπέντριχ Σμέτανα. Ο συνθέτης Μπέντριχ Σμέτανα είναι ο θεμελιωτής της τσεχικής εθνικής μουσικής σχολής. Πιο γνωστό του έργo το συμφωνικό ποίημα «Ο Μολδάβας» («Vltava»). Ο Μπέντριχ Σμέτανα , συνθέτης λυρικών έργων και συμφωνικών ποιημάτων είναι ο θεμελιωτής της τσεχικής εθνικής μουσικής σχολής. Πιο γνωστό του έργo και αυτό που παίζονται συχνότερα στις μέρες μας είναι το συμφωνικό ποίημα «Ο Μολδάβας» («Vltava»), από τον κύκλο συμφωνικών ποιημάτων «Η πατρίδα μου» («Má vlast»). Ο Μπέντριχ Σμέτανα γεννήθηκε στο Λίτομσιλ της Βοημίας (περιοχής της σημερινής Τσεχίας, που τότε ανήκε Αυτοκρατορία των Αψβούργων), στις 2 Μαρτίου 1824. Ο πατέρας του ήταν ζυθοποιός, αλλά και ερασιτέχνης βιολιστής, που τού εμφύσησε από αρκετά νωρίς την αγάπη για την μουσική. Σε ηλικία 6 ετών έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας. Εξακολούθησε τις σπουδές του και αργότερα αναδείχθηκε σε μουσικοδιδάσκαλο. Με την ενθάρρυνση του Φραντς Λιστ, άνοιξε σχολή πιάνου στην Πράγα το 1848 και την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την νεαρή πιανίστρια Κατερίνα Κολάροβα, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες. Το 1856 έγραψε τα πρώτα συμφωνικά ποιήματα («Ριχάρδος Γ’») και την ίδια χρονιά μετακόμισε στην Σουηδία, όπου διορίστηκε αρχιμουσικός της φιλαρμονικής εταιρείας του Γκέτεμποργκ. Τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μια ανείπωτη τραγωδία, καθώς ο Σμέτανα έχασε τις τρεις κόρες του και την σύζυγό του από φυματίωση. Βρήκε το κουράγιο να ξαναπαντρευτεί την κατά 16 χρόνια μικρότερή του Μπετίνα Φερντινάντοβα, αδελφή της γυναίκας του αδελφού του Κάρελ. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες Το 1861, επέστρεψε στην Πράγα και έγινε ένας από τους θεμελιωτές της τσεχικής εθνικής σχολής, καθώς άρχισε να ενσωματώνει στα έργα του στοιχεία από την λαϊκή μουσική της πατρίδας του.Το 1866, παρουσίασε την όπερα «Η Πουλημένη μνηστή», με την οποία καθιερώθηκε αργότερα ως ο κατ’ εξοχήν Τσέχος συνθέτης. Οι μεταγενέστερες όπερές του δεν γνώρισαν την ίδια επιτυχία. Το 1874, η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται εξαιτίας τής σύφιλης, οπότε και παραιτήθηκε από την θέση του αρχιμουσικού της Όπερας της Πράγας και στα τέλη του ίδιου χρόνου έχασε εντελώς την ακοή του. Αυτό όμως δεν τόν εμπόδισε να γράψει, από εκείνη την χρονιά έως το 1879, τον κύκλο των έξι συμφωνικών ποιημάτων που φέρουν τον γενικό τίτλο «Η πατρίδα μου» («Má vlast») και θεωρείται το αριστούργημά του. Στην ίδια εποχή ανήκει επίσης το κουαρτέτο εγχόρδων με τίτλο «Από την ζωή μου», που θεωρείται ένα από τα πιο εξαίρετα έργα του. Ως βιρτουόζος του πιάνου από πολύ νεαρή ηλικία, ο Σμέτανα συνέθεσε τα περισσότερα έργα του γι’ αυτό το όργανο. Πιο γνωστό το «Τρίο για πιάνο σε σολ», που συνέθεσε στην μνήμη της κόρης του Μπεντρίσκα. Αυτές οι συνθέσεις, ενισχυμένες από την αίγλη των πιο ώριμων κομματιών που έγραψε στα τελευταία δύσκολα χρόνια τής ζωής του, αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα τής πιανιστικής φιλολογίας. Ύστερα από κρίσεις κατάθλιψης και συμπτώματα πνευματικής ανισορροπίας, ο Μπέντριχ Σμέτανα μπήκε σ’ ένα άσυλο της Πράγας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Μαίου 1884.

  • 1836 Το Τέξας αποσπάται από το Μεξικό και ενσωματώνεται στις ΗΠΑ.

  • 1840 Η Ιονική Κρατική Τράπεζα (μετέπειτα Ιονική και Λαϊκή), ανοίγει το πρώτο της κατάστημα στην Κέρκυρα.

  • 1900 Γεννιέται ο Γερμανός συνθέτης Κουρτ Βάιλ, του οποίου η μουσική συνόδεψε μεταξύ άλλων και πολλά θεατρικά του Μπέρτολτ Μπρεχτ (όπως π.χ. η «Όπερα της Πεντάρας» και τα «Επτά θανάσιμα Αμαρτήματα»). Εβραίος στην καταγωγή και σοσιαλιστής στην ιδεολογία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Γερμανία όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία τον Μάρτη του 1933. Ο Κουρτ Βάιλ (Kurt Weill) ήταν γερμανο-αμερικανός συνθέτης, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, με αποφασιστική συμβολή στη δημιουργία ενός νεώτερου μουσικού θεάτρου με έντονη κοινωνική σάτιρα και κριτική. Δημιούργησε τα σημαντικότερα έργα του κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στη Γερμανία της εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με την καθοριστική συνεργασία του Μπέρτολτ Μπρεχτ την τριετία 1927 - 1930. Πολλά είναι τα γνωστά τραγούδια του («Mack the Knife», «Alabama Song», «Pirate Jenny», «Surabaya Johnny», «Speak Low», «Lost in the Stars», «My Ship», «September Song»), τα οποία έχουν ερμηνεύσει μεγάλα ονόματα από διαφορετικά μουσικά είδη. Ο Κουρτ Γιούλιαν Βάιλ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1900 στο Ντέσαου της Σαξωνίας από γονείς ιουδαϊκού θρησκεύματος. Σπούδασε μουσική με δασκάλους τον Άλμπερτ Μπινγκ, τον Ένγκελμπερτ Χούμπερτινκ και τον Ιταλό Φερούτσιο Μπουζόνι, έναν ανοιχτόμυαλο συνθέτη και δάσκαλο, που επηρέασε πολλούς πρωτοποριακούς συνθέτες του 20ο αιώνα. Την περίοδο αυτή, ο Βάιλ συνέθετε ενόργανη μουσική σε ύφος εξπρεσιονιστικό, πειραματικό και αφηρημένο. Οι δύο πρώτες όπερές του «Ο Πρωταγωνιστής» («Der Protagonist», 1925) και «Royal Palace» (1926), τον καθιέρωσαν ως ένα από τους πολλά υποσχόμενους νέους συνθέτες όπερας, μαζί με τους Έρνστ Κρένεκ και Πάουλ Χίντεμιτ. Δάσκαλος και ο ίδιος της μουσικής, είχε ως μαθητές δύο σπουδαίους έλληνες συνθέτες, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη (τον Κώστα Γιαννίδη του ελαφρού τραγουδιού) και τον Νίκο Σκαλκώτα. Καθοριστική στιγμή στη μουσική του διαδρομή υπήρξε η τρίχρονη συνεργασία του (1927-1930) με τον ποιητή και δραματουργό Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είχε διατυπώσει τη θεωρία του για ένα θέατρο με κοινωνικό περιεχόμενο, που θα βασίζεται στην αρχή της «αποστασιοποίησης». Η αρχή της «αποστασιοποίησης» σήμαινε ότι ο θεατής δεν πρέπει να ταυτίζεται συναισθηματικά με τους θεατρικούς ήρωες, αλλά αντίθετα πρέπει να κρατάει μία απόσταση από τα δρώμενα, έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει πίσω από τους θεατρικούς ρόλους τα ανθρώπινα κίνητρα και να μπορεί να κρίνει την κοινωνία. Καρποί της συνεργασίας αυτής υπήρξαν δύο σπουδαία έργα, οι όπερες «Ακμή και Παρακμή της Πόλης Μαχαγκόνυ» («Aufstieg und Fall der Stadt Mahagonny», 1929), μία έντονη σάτιρα της ζωής σε μία φανταστική αμερικανική πόλη με το γνωστό τραγούδι «Alabama Song» και «Η Όπερα της Πεντάρας» («Die Dreigroschenoper», 1929), η γνωστότερη (και από τα τραγούδια «Mack the Knife» και «Pirate Jenny») και ίσως η περίφημη δημιουργία του συνθέτη, βασισμένη στο θεατρικό έργο του Τζον Γκρέι «Όπερα του Ζητιάνου» («The Beggar’s Opera», 1728), που έχει ως πρωταγωνιστές της τον υπόκοσμο του Βερολίνου της δεκαετίας του ‘20. Την ίδια χρονιά, ο Βάιλ παρουσίασε τη μουσική κωμωδία «Happy End», από την οποία ξεχωρίζει το τραγούδι «Surabaya Johnny». Ο Μπρεχτ έγραψε τα λιμπρέτι και η σύζυγος του Βάιλ, Λότε Λένια, ήταν η πρώτη διδάξασα στο τραγούδι. Η μουσική του Βάιλ συνδυάζει στοιχεία της οπερέτας, του καμπαρέ, της λαϊκής μουσικής και της τζαζ. Ανάμεσα στα οργανικά έργα του Βάιλ, ιδιαίτερη σημασία έχουν η «Συμφωνία αρ. 1» (γνωστή και ως «Βερολινέζικη Συμφωνία», 1921), η «Συμφωνία αρ. 2» (γνωστή και ως «Παρισινή Συμφωνία», 1933) και το «Κοντσέρτο για βιολί, πνευστά, κοντραμπάσο και κρουστά (1924). Και τα τρία αυτά έργα εκτιμήθηκαν κι έγιναν γνωστά μετά το θάνατο του συνθέτη. Ήδη από το 1930, ο Βάιλ είχε μπει στο στόχαστρο εθνικιστικών και ναζιστικών κέντρων, που στόχευαν στην απομάκρυνσή του από τα κρατικά θέατρα. Το 1933, όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία, ο συνθέτης, ανεπιθύμητος τόσο για πολιτικούς όσο και ρατσιστικούς λόγους, κατέφυγε στο Παρίσι, όπου παρουσίασε το σατιρικό μπαλέτο «Τα επτά Θανάσιμα αμαρτήματα» («Die Sieben Todsiinden») σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Τα έργα του ήταν απαγορευμένα στη Γερμανία ως «παρακμιακά» μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. To 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου τα έργα του, κυρίως μιούζικαλ, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ. Από τα έργα αυτά της αμερικανικής περιόδου αξίζει ν’ αναφερθούν τα «Τζόνυ Τζόνσον» («Johnny Johnson», 1936), «Αιώνιος Δρόμος» («The Eternal Road», 1937), «Διακοπές του Νίκερμποκερ» («KnickerBocker Holiday», 1938) με το γνωστό τραγούδι «September Song», «Κυρία στο σκοτάδι» («Lady in the Dark», 1941) με το τραγούδι «My Ship», «Ένα άγγιγμα της Αφροδίτης» («One Touch of Venus», 1943) με το τραγούδι «Speak Low», «Σκηνή του Δρόμου» («Street Scene», 1947), «Χαμένοι στ’ αστέρια» («Lost in Stars», 1949) με το ομώνυμο τραγούδι και η λαϊκή όπερα «Κάτω στην κοιλάδα» («Down in the Valley», 1948). Ο Κουρτ Βάιλ πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 3 Απριλίου 1950, στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 50 ετών. Το 1985, ο παραγωγός Χαλ Γουίλνερ παρουσίασε το άλμπουμ «Lost in the Stars: The Music of Kurt Weill», στο οποίο γνωστοί μουσικοί (Τοντ Ράντγκριν, Τομ Γουέιτς, Λου Ριντ, Τσάρλι Χέιντεν, Στινγκ κ.ά.), ερμηνεύουν τραγούδια του Κουρτ Βάιλ.

  • 1909 Οι Μεγάλες Δυνάμεις συμβουλεύουν τη Σερβία να εγκαταλείψει τις αξιώσεις της επί της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

  • 1913 Ο ελληνικός στρατός, υπό την προστασία του θωρηκτού “Σπέτσαι”, απελευθερώνει τη Σάμο.

  • 1917 Παραιτείται ο τσάρος Νικόλαος Β’, μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Η προσωρινή κυβέρνηση του πρίγκηπα Γκεόργκι Λβοφ κηρύσσει γενική αμνηστία, την αυτονομία της Φιλανδίας, την ανεξαρτησία της Πολωνίας, την κατάργηση της θανατικής ποινής και το εργασιακό οκτάωρο.

  • 1919 Συνέρχεται στη Μόσχα το 1ο (ιδρυτικό) Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (3η Διεθνής) γνωστή και ως Κομιντέρν. Στις εργασίες του μετέχουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα Αυστρίας, Εσθονίας, Φιλανδίας, Γερμανίας, Ουγγαρίας, Λετονίας, Λιθουανίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Ουκρανίας, Νορβηγίας, Σουηδίας, Ελβετίας (ανεπίσημα) και ΗΠΑ (ανεπίσημα). Το Συνέδριο, που διήρκεσε έως τις 6/3 ψήφισε το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τις θέσεις του Λένιν για τη δικτατορία του προλεταριάτου.

  • 1930 Πέθανε ο Ντέιβιντ Λόρενς, ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το πιο γνωστό του βιβλίο “Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλι” είχε προκαλέσει σάλο, όταν κυκλοφόρησε.

  • 1931 Γεννήθηκε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τελευταίος Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, αυτός που ολοκλήρωσε την αντεπαναστατική διαδικασία στην ΕΣΣΔ. Θα μείνει γνωστός ως ο άνθρωπος της ιστορικής προδοσίας. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε σοβιετικός (ρώσος) κομμουνιστής ηγέτης, οι προσπάθειές του οποίου για τον εκδημοκρατισμό του αρτηριοσκληρωτικού κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και την αποκέντρωση της οικονομίας της, οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ, 1985-1991), πρόεδρος του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ (1989-1990) και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ, 1990-1991). Το 1990 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης «για τον ηγετικό του ρόλο στις ριζικές αλλαγές των σχέσεων Ανατολής-Δύσης». O Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931 στο χωριό Πριβόλνογιε της περιοχής Κρασνογκβαρντέισκ, στην περιφέρεια Σταυρούπολης (Σταβροπόλ), από αγροτική οικογένεια. Το 1946 άρχισε να εργάζεται ως οδηγός γεωργικών μηχανημάτων και την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Κομσομόλ (της νεολαίας του ΚΚΣΕ). Το 1952, φοιτητής στη Μόσχα, έγινε μέλος του ΚΚΣΕ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ραΐσα Τιταρένκο (1932-1999), που σπούδαζε φιλοσοφία. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Ιρίνα Μιχαίλοβνα (γ. 1957). Το 1955 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ και το 1957 από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης με την ειδικότητα του γεωπόνου - οικονομολόγου. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυσσε έντονη κομματική δράση. Το 1955 έγινε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Κομσομόλ στη Σταυρούπολη, ύστερα δεύτερος και στη συνέχεια πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ. Τον Σεπτέμβριο του 1966 εκλέχθηκε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΣΕ στη Σταυρούπολη, τον Αύγουστο του 1968 δεύτερος γραμματέας και τον Απρίλιο του 1970 εκλέχτηκε πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Σταυρούπολης του ΚΚΣΕ. Από τότε η εξέλιξή του στην κομματική ιεραρχία ήταν ραγδαία. Το 1971 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, το 1978 γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και το 1979 αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980 έγινε τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και τον Μάρτιο του 1985, μετά το θάνατο του Κονσταντίν Τσερνιένκο, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στις 11 Μαρτίου 1985. Έως την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα του κόμματος, που σήμαινε και την ανάληψη της εξουσίας στην αχανή Σοβιετική Ένωση, ήταν το νεώτερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Ο Γκορμπατσόφ, έχοντας διακριθεί για τις οργανωτικές του ικανότητες και τις ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες του, ήδη από τους πρώτους μήνες της εξουσίας του άρχισε την ευρεία αναδιοργάνωση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητάς του. Στο εσωτερικό εγκαινίασε την πολιτική της «περεστρόικα» (αναδόμηση ή ανασυγκρότηση) στον οικονομικό και δημοσιοοικονομικό τομέα, στη διοίκηση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, με προέκταση στην ιδεολογική σφαίρα και διακήρυξε την αρχή της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια) σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες. Η πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 φανέρωσε στον έξω κόσμο τις χτυπητές αδυναμίες του κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και ήταν το έναυσμα για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό του έργο. Στην εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αποκατάσταση καλών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης προς όλες τις κατευθύνσεις, αρχίζοντας με τις σχέσεις ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, για τη δημιουργία κλίματος διεθνούς ύφεσης, ειρήνης και συνεργασίας, με άμεσο στόχο, σε πρώτο στάδιο, τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο υπερδυνάμεων. Έκανε σημαντικές παραχωρήσεις σε ζητήματα αιχμής (έλεγχος και εγγυήσεις, δείγματα καλής θέλησης με μονομερείς πρωτοβουλίες και μορατόριουμ) και τολμηρές προτάσεις και ανοίγματα, για την αποκατάσταση του πνεύματος εμπιστοσύνης. Ήδη από τις πρώτες επίσημες διπλωματικές αποστολές του, στον Καναδά (1983) και κυρίως στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1984), με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανώτατου Σοβιέτ, είχε κερδίσει διεθνώς τις πρώτες καλές εντυπώσεις, ως ένας νέου τύπου σοβιετικός πολιτικός, και την προσωπική εκτίμηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, παρουσιάζοντας την εικόνα καλλιεργημένου και αξιόπιστου συνομιλητή και ικανότατου διπλωμάτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1985, ως ηγέτης πλέον της ΕΣΣΔ, είχε την πρώτη συνάντηση κορυφής, στη Γενεύη, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν. Τον Οκτώβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας η άτυπη συνάντηση κορυφής ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, η οποία, μολονότι δεν κατέληξε σε κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα, άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, που οδήγησαν στην ιστορική συνάντηση και συμφωνία Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στην Ουάσινγκτον (8 Δεκεμβρίου 1987) για την αμοιβαία απομάκρυνση και καταστροφή των εγκατεστημένων στην Ευρώπη αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας, επικυρωμένα από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Σοβιέτ, ανταλλάχθηκαν στη νέα, τέταρτη, συνάντηση Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1988. Ακολούθησαν η συμφωνία της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τον Σεπτέμβριο η πρόταση Γκορμπατσόφ για την αμοιβαία κατάργηση των σοβιετικών και των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας και στο Βιετνάμ, από την πλευρά της ΕΣΣΔ, και στις Φιλιππίνες από την πλευρά των ΗΠΑ, με σκοπό την ύφεση στην Ασία και τον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ προώθησε τις προσπάθειές του για τον περιορισμό κατά 50% και τον έλεγχο των στρατηγικών όπλων, για τον έλεγχο των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και τον περιορισμό των πυρηνικών δοκιμών και για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών και στρατευμάτων των δύο στρατιωτικών συνασπισμών στην Ευρώπη, δίνοντας επίσης δείγματα καλής θέλησης στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1988, συνήλθε η 19η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ, στην οποία η πολιτική Γκορμπατσόφ υποβλήθηκε σε μία πρώτη κρίσιμη, σε πανενωσιακό επίπεδο, δοκιμασία, από την οποία ο Γκορμπατσόφ εξήλθε νικητής, εξασφαλίζοντας την έγκριση της συνδιάσκεψης για όλες τις ενέργειες της ηγεσίας του. Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από την τακτική σύνοδο της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (τέλη Σεπτεμβρίου), συνήλθε το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, το οποίο εξέλεξε ομόφωνα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρόεδρο του Προεδρείου του (του οποίου ήταν ήδη αντιπρόεδρος), αντί του Αντρέι Γκρομίκο. Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, αναλαμβάνοντας και το ανώτατο αυτό κρατικό λειτούργημα της ΕΣΣΔ (αντίστοιχο προς εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας), εδραίωσε αποφασιστικά τη θέση του στην κορυφή της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας της χώρας. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας σε μία σειρά γεγονότων στα τέλη του 1989 και του 1990 που αναδιαμόρφωσαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και σηματοδότησαν την αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του 1989 εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία για να εκφράσει την υποστήριξή του προς τους ρεφορμιστές κομμουνιστές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και, όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες κατέρρευσαν σαν ντόμινο στα τέλη του έτους, ο Γκορμπατσόφ αποδέχθηκε την πτώση τους. Όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένες, μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις, ήρθαν στην εξουσία στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, ο Γκορμπατσόφ συμφώνησε στη σταδιακή απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από αυτές τις χώρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1990 είχε συμφωνήσει για την επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία και μάλιστα συμφώνησε στην ένταξη της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τον μακροχρόνιο εχθρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 ο Γκορμπατσόφ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα στις διεθνείς σχέσεις. Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας οδήγησαν σε αναταραχές σε πολλές από τις συνιστώσες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και Ουζμπεκιστάν) και σε προσπάθειες για την επίτευξη ανεξαρτησίας από άλλες (π.χ. Λιθουανία). Σε απάντηση, ο Γκορμπατσόφ χρησιμοποίησε το στρατό για να καταστείλει τις αιματηρές διεθνικές διαμάχες σε αρκετές από τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1989 - 1990, ενώ επινοήθηκαν συνταγματικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν τη νόμιμη αποχώρηση μιας Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ. Με το ΚΚΣΕ να χάνει σταθερά το κύρος του, ο Γκορμπατσόφ επιτάχυνε τη μεταφορά εξουσιών από το κόμμα σε εκλεγμένους κυβερνητικούς θεσμούς. Τον Μάρτιο του 1990, το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού τον εξέλεξε στη νεοσύστατη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, με εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ταυτόχρονα κατάργησε το συνταγματικά καθορισμένο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΣΕ και άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση άλλων πολιτικών κομμάτων. Ο Γκορμπατσόφ παρότι πέτυχε να διαλύσει τις ολοκληρωτικές δομές του σοβιετικού κράτους και να οδηγήσει τη χώρα του σε πορεία προς μία πραγματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εν τούτοις αποδείχθηκε λιγότερο πρόθυμος να απελευθερώσει τη σοβιετική οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε αποφασιστική μετατόπιση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Επιδίωξε μάταια ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων εναλλακτικών λύσεων κι έτσι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία συνέχισε να καταρρέει. Ο Γκορμπατσόφ μπορεί να παρέμενε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του προβληματικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του ήταν πλέον εμφανής. Αντιμέτωπος με την κατάρρευση της οικονομίας, την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών και τη συνεχιζόμενη μετατόπιση της εξουσίας στις Δημοκρατίες, αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους συντηρητικούς του κόμματος και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους στα τέλη του 1990. Όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Ο Γκορμπατσόφ και η οικογένειά του κρατήθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19 έως τις 21 Αυγούστου 1991, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου πραξικοπήματος, που ενορχηστρώθηκε από τους σκληροπυρηνικούς του κόμματος. Το πραξικόπημα κατέρρευσε από τη σκληρή αντίσταση του Προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και άλλων μεταρρυθμιστών που είχαν αναδειχθεί μέσα από την «γκλάσνοστ» και την «περεστρόικα». Ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η θέση του είχε πλέον αποδυναμωθεί. Συμμαχώντας με τον Γέλτσιν, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα, διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του και υποστήριξε μέτρα για την απαγκίστρωση της KGB και των ενόπλων δυνάμεων από τον έλεγχο του ΚΚΣΕ. Επίσης, μετέφερε θεμελιώδεις εξουσίες στις Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Τα γεγονότα όμως τον είχαν ξεπεράσει και η ρωσική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Γέλτσιν ανέλαβε την εξουσία από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση και συμφώνησε με τις άλλες Δημοκρατίες να δημιουργήσουν μία νέα χαλαρή ένωση κρατών, την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έπαψε να υπάρχει την ίδια μέρα. Το 1996 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διεκδίκησε ως ανεξάρτητος την Προεδρία της Ρωσίας, αλλά συγκέντρωσε το πενιχρό 0,5% των ψήφων. Ωστόσο, παρέμεινε ενεργός στη δημόσια ζωή, ως ομιλητής και ως μέλος διαφόρων παγκόσμιων και ρωσικών δεξαμενών σκέψης. Το 2003 κέρδισε Γκράμι μαζί με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, για τη συμμετοχή τους σ’ ένα δίσκο για παιδιά. Το 2006 συνεργάστηκε με τον ρώσο ολιγάρχη και πολιτικό Αλεξάντρ Λέμπεντεφ στην εξαγορά της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», που αντιπολιτεύεται το Κρεμλίνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, ανακοινώθηκε ότι ο Γκορμπατσόφ και ο Λέμπεντεφ θα ίδρυαν ένα νέο πολιτικό κόμμα, το οποίο τελικά έμεινε στα χαρτιά. Αν και ο Γκορμπατσόφ είναι ενίοτε επικριτικός για τον ρώσο ηγέτη Βλαντιμίρ Πούτιν, υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πέθανε στις 30 Αυγούστου 2022 στη Μόσχα, σε ηλικία 91 ετών.

  • 1939 Γεννήθηκε ο διεθνής ποδοσφαιριστής Αριστείδης Κατροδαύλης “Καμάρας”.

  • 1942 Γεννήθηκε ο Λου Ριντ, Αμερικανός τραγουδοποιός (The Velvet Underground). Αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής και κιθαρίστας, από τις σπουδαιότερες μορφές που ανέδειξε η ροκ μουσική. Έγινε διάσημος τη δεκαετία του '60 με τους θρυλικούς Velvet Underground, ενώ μετά τη διάλυσή τους ακολούθησε μια επιτυχημένη σόλο καριέρα, με σπουδαίους δίσκους και συνεργασίες. Σήμα κατατεθέν του, το τραγούδι Walk on the wild side. Ο Λου Ριντ (Lou Reed) γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1942 στο Μπρούκλιν με το όνομα Λιούις Άλεν Ριντ και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, στους κόλπους μιας εβραϊκής οικογένειας. Από παιδί ονειρευόταν να παίξει μια μέρα ροκ εντ ρολ. Προτού καν ενηλικιωθεί, έμαθε να παίζει κιθάρα, συμμετείχε σε διάφορες σχολικές ροκ μπάντες, ενώ είχε προλάβει να κάνει και την πρώτη του ηχογράφηση. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (1964), όπου σπούδασε δημοσιογραφία και σκηνοθεσία, έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records. Το γράψιμο τραγουδιών, όμως, δεν ήταν αυτό που ονειρεύτηκε. Έτσι, την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τον ουαλό κιθαρίστα και συνθέτη Τζον Κέιλ, ένα συγκρότημα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου μετεξελίχθηκε στους Velvet Underground. Η συνάντησή τους με τον Άντι Γουόρχολ ήταν καθοριστική. Ο «πάπας» της ποπ-αρτ τούς πήρε μαζί του για μια παράσταση πολυμέσων και περιόδευσαν σ' όλη την Αμερική και τον Καναδά, αποσπώντας εντυπωσιακές κριτικές. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, οι Velvet Underground κυκλοφόρησαν ισάριθμους δίσκους. Έως τότε, τα αγαπημένα θέματα του Ριντ ήταν η κακόφημη γειτονιά του, τα ναρκωτικά και ο θάνατος. Μετά την αποχώρησή του, το 1970, ακολούθησε σόλο καριέρα και μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο Transformer (1972). Ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει και το πιο γνωστό τραγούδι του Ριντ, το Walk on the Wild Side. Τα επόμενα χρόνια, ο Λου Ριντ επέμενε στο καταθλιπτικό στυλ του, απογοητεύοντας όλο και περισσότερο το κοινό του. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 αποφάσισε να κάνει μία στροφή, γράφοντας πιο ρυθμικά και αισιόδοξα τραγούδια. Το άλμπουμ του The Bells συγκρίθηκε από τους κριτικούς με τα κλασσικά Astral Weeks του Βαν Μόρισον και Exile on Main Street των Rolling Stones. Το 1993 ξαναβρέθηκε για τελευταία φορά με τα υπόλοιπα μέλη των Velvet Underground, για μία ευρωπαϊκή περιοδεία. Περίπου μια δεκαετία αργότερα, το 2001, όλοι τον είχαν για νεκρό από υπερβολική δόση ηρωίνης, κάτι τελικά που αποδείχθηκε μία κακόγουστη φάρσα... Αυτός συνέχισε να εκπλήσσει το κοινό της ροκ μουσικής. Το 2003 κυκλοφόρησε το διπλό CD The Raven, εμπνευσμένο από ομώνυμο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε και ένα ακόμη το 2007 με άμπιεντ μουσική και τίτλο Hudson River Wind Meditation. Το 2011 συνεργάστηκε με τους Metallica στο δίσκο Lulu, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του. Μέχρι το τέλος της ζωής παρέμεινε ενεργός συναυλιακά και ήταν τακτικός επισκέπτης της χώρας μας. Τον Απρίλιο του 2013 υποβλήθηκε σε εγχείρηση μεταμόσχευσης ήπατος στο Κλίβελαντ. Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο δήλωσε ότι είναι «δυνατότερος παρά ποτέ». Στις 27 Οκτωβρίου ο Λου Ριντ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών. Από το 2008 ήταν νυμφευμένος σε τρίτο γάμο με τη σπουδαία μουσικό Λόρι Άντερσον.

  • 1943 Αρχίζει η μάχη της θάλασσας των νησιών Βίσμαρκ (Ειρηνικός Ωκεανός), που κράτησε 3 μέρες και κατέληξε σε αποφασιστική ήττα του ιαπωνικού στόλου από τις συνδυασμένες Αμερικανικές και Αυστραλιανές δυνάμεις. Η Ιαπωνία έχασε 4.000 άνδρες και δώδεκα πολεμικά σκάφη.

  • 1944 Τα Όσκαρ μεταδίδονται για πρώτη φορά από την τηλεόραση.

  • 1947 Γεννήθηκε ο συνθέτης Στέλιος Βαμβακάρης (δευτερότοκος γιος του Μάρκου). Ο συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Στέλιος Βαμβακάρης υπήρξε από τους πρώτους μουσικούς που ασχολήθηκαν με τις κοινές ρίζες του ρεμπέτικου και του μπλουζ. Ο Στέλιος Βαμβακάρης, δευτερότοκος γιος του πρωτεργάτη του ρεμπέτικού Μάρκου Βαμβακάρη, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 2 Μαρτίου 1947. Ξεκίνησε τη μουσική σε ηλικία 12 ετών, στο πλευρό του πατέρα του. Στην πολύχρονη καλλιτεχνική του διαδρομή, συνεργάστηκε με σημαντικούς μουσικούς του ρεμπέτικου, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Στέλιος Περπινιάδης, καθώς και με μεγάλα ονόματα της λαϊκής, έντεχνης και ροκ μουσικής, όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Καίτη Γκρέυ, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Ξυλούρης και ο Γιώργος Νταλάρας. Το 1988 ηχογράφησε με τον αμερικανό μπλουζίστα Λουιζιάνα Ρεντ τον δίσκο «Το Μπλουζ συναντά το Ρεμπέτικο» με 8 κομμάτια μπλουζ ερμηνευμένα με μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1994 έγραψε μουσική για τον δίσκο «Ρομαντικοί Παραβάτες - Η Φαντασία στην Εξουσία», ο οποίος ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο ήχο του. Στην διάρκεια της καριέρας του έδωσε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό ερμηνεύοντας τα τραγούδια του αλλά και τραγούδια του πατέρα του Μάρκου. Η καλλιτεχνική αξία του ιδιαίτερου ύφους της μουσικής του είχε αναγνωριστεί και από τη διεθνή μπλουζ κοινότητα. Σε Φεστιβάλ στη πόλη Φάλον της Σουηδίας έπαιξε μαζί με τον Τζον Λι Χούκερ και το 2003, σε Φεστιβάλ Μπλουζ στο Λονδίνο με τον Ταζ Μαχάλ και την Σεζάρια Εβόρα. To 2010 εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Balkan Trafik που έγινε στις Βρυξέλλες. Εκτός από τραγούδια, ο Στέλιος Βαμβακάρης συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο, όπως στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια μέρα τη νύχτα», αλλά και για θεατρικά έργα. Πολλά αξιόλογα τραγούδια του, σε στίχους δικούς του, του πατέρα του αλλά και σημαντικών ποιητών και στιχουργών όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, και ο Λευτέρης Χαψιάδης δεν έχουν βρει τον δρόμο τους στη δισκογραφία. Ο Στέλιος Βαμβακάρης πέθανε στις 17 Ιουνίου 2019, σε σε ηλικία 72 ετών.

  • 1948 Γεννήθηκε ο Ρόρι Γκάλαχερ. Ιρλανδός μουσικός του μπλουζ - ροκ. Μέγας δεξιοτέχνης της ηλεκτρικής κιθάρας, με πολλούς και πιστούς θαυμαστές και στη χώρα μας. Ο Γουίλιαμ Ρόρι Γκάλαχερ (Willian Rory Gallagher) γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1948 στο Μπαλισάνον και μεγάλωσε στο Κορκ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Ο πατέρας του εργαζόταν στην τοπική ηλεκτρική εταιρεία και ενθάρρυνε τον Ρόρι και τον αδελφό του Ντάνιελ στις μουσικές τους αναζητήσεις. Ο Ρόρι έμαθε κιθάρα και μετά το σχολείο έπαιζε σε τοπικές μπλουζ μπάντες. Το 1963 σχημάτισε το συγκρότημα «Fontana» και στη συνέχεια τους «Impact», με τους οποίους έδωσε συναυλίες και εκτός των ιρλανδικών συνόρων. Το 1966 δημιούργησε τους «Taste», με τη συμμετοχή του ντράμερ Τζον Γουίλσον και του μπασίστα Ρίτσαρντ ΜακΚράκεν. Το 1968 μετακόμισαν στο Λονδίνο, όπου έως το 1970 που διαλύθηκαν, ηχογράφησαν για την Polydor μία σειρά από άλμπουμ, με σημαντικότερο το «On The Boards» του 1970. Όταν ο ΜακΚράκεν και ο Γουίλσον αποχώρησαν για να φτιάξουν τους «Stud», ο Ρόρι προχώρησε το 1971 στη δημιουργία ενός προσωπικού σχήματος, με τη συμμετοχή των Τζέρι ΜακΑβόι στο μπάσο και του Γουίλγκαρ Κάμπελ στα ντραμς. Μέσα στο χρόνο κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ («Rory Gallagher», «Deuce»), που δεν πέρασαν απαρατήρητα. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε το «ζωντανό» άλμπουμ του 1972 «Live In Europe», καθώς είχε αρχίσει να δημιουργεί όνομα με τις συναυλιακές εμφανίσεις του. Την ίδια χρόνια, ο Ρόρι συμμετείχε στο άλμπουμ του Μάντι Γουότερς «In London». Το 1973 o Ροντ Ντε Αθ αντικατέστησε τον Κάμπελ στα ντραμς, ενώ στο σχήμα προστέθηκε και ο Λου Μάρτιν στα κίμπορντς, που επηρέασε ιδιαίτερα τον ωμό και σκληρό ήχο του Γκάλαχερ. Το συγκρότημα του Γκάλαχερ ως κουαρτέτο πλέον θα ηχογραφήσει τα άλμπουμ «Blueprint» (1973), «Tattoo» (1973), «Irish Tour '74» (1974), «Against the Grain» (1975) και «Calling Card» σε παραγωγή του Ρότζερ Γκλόβερ των Deep Purple (1976). Ενδιάμεσα είχε αλλάξει δισκογραφική εταιρεία, υπογράφοντας στην Chrysalis, το 1975. Οι εσωτερικές αλλαγές στο γκρουπ του συνεχίστηκαν. Μετά την αποχώρηση των Ντε Αθ και Μάρτιν και την προσθήκη του ντράμερ Τεντ ΜακΚίνα, ηχογράφησε ως τρίο τα άλμπουμ «Photo-Finish» (1978), «Top Priority» (1979) και το λάιβ «Stage Struck» (1980). Στις 12 Σεπτεμβρίου 1982 εμφανίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας, σε μία αλησμόνητη όσο και επεισοδιακή συναυλία. Ο Γκάλαχερ συνέχισε να ηχογραφεί, αν και πιο αραιά, λόγω και των προβλημάτων υγείας που παρουσίαζε. Διατήρησε, πάντως, την επαφή του με το κοινό του στην Ευρώπη με μία σειρά από συνεπή, αλλά και προβλέψιμα άλμπουμ: «Jinx» (1982), «Defender» (1987) και «Fresh Evidence» (1990). Ωστόσο, η μακροχρόνια κατανάλωση αλκοόλ, σε συνδυασμό με τα φάρμακα που έπινε για να καταπολεμήσει τον φόβο του για τα αεροπορικά ταξίδια, του προκάλεσε ανεπανόρθωτη βλάβη στο ήπαρ, με αποτέλεσμα στην τελευταία του συναυλία στην Ολλανδία στις 10 Ιανουαρίου 1995 να είναι εμφανή τα σημάδια της κόπωσης. Λίγο αργότερα εισήχθη σε νοσοκομείο του Λονδίνου και στις 14 Ιουνίου ο σπουδαίο ιρλανδός ρόκερ άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 47 ετών.

  • 1956 Το Μαρόκο ανεξαρτητοποιείται από τη Γαλλία.

  • 1958 Πέθανε Νικόλαος Τσελεμεντές, Έλληνας αρχιμάγειρας (σεφ) και δάσκαλος της μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Ο «Οδηγός της Μαγειρικής και Ζαχαροπλαστικής», που εξέδωσε το 1926, «έσπρωξε την ελληνική κατσαρόλα στο σύγχρονο πολιτισμό», όπως έγραψε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Από τότε, το όνομά του είναι συνώνυμο των οδηγών μαγειρικής. Ο Νικόλαος Τσελεμεντές γεννήθηκε το 1878 στο χωριό Εξάμπελα της Σίφνου και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Αρχικά, δούλεψε σε συμβολαιογραφείο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μαγειρική, εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του. Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και επιστρέφοντας εργάστηκε ως σεφ σε διάφορες πρεσβείες. Έγινε γνωστός με το περιοδικό «Οδηγός Μαγειρικής», που άρχισε να εκδίδει το 1910 και το οποίο περιείχε εκτός από τις συνταγές, διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα και νέα για τη μαγειρική. Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου «Ερμής», ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ’ τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας. Τον Απρίλιο του 1926 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οδηγός Μαγειρικής και Ζαχαροπλαστικής», που ήταν ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός μαγειρικής στη χώρα μας. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανατυπώθηκε πάνω από δεκαπέντε φορές τις επόμενες δεκαετίες. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και ίδρυσε μία μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Το 1950 δημοσίευσε στα Αγγλικά ένα βιβλίο για την ελληνική μαγειρική («Greek Cookery»). Επηρεασμένος απ’ τη γαλλική κουζίνα, ο Τσελεμεντές υπήρξε εκσυγχρονιστής της ελληνικής κουζίνας, καθώς χάρη σ’ αυτόν οι ελληνίδες νοικοκυρές έμαθαν τη μπεσαμέλ, τα πιροσκί και τη μπουγιαμπέσα, πράγμα που κατά μερικούς ισοδυναμούσε με νόθευση της ελληνικής κουζίνας. Ο Νικόλαος Τσελεμεντές πέθανε στις 2 Μαρτίου του 1958 στην Αθήνα, σε ηλικία 80 ετών. Το όνομά του είναι σήμερα συνώνυμο των οδηγών μαγειρικής, ενώ χρησιμοποιείται και σαν πείραγμα προς κάποιον που ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά.

  • 1958 Μετά την αποχώρηση 15 βουλευτών από την ΕΡΕ, ανάμεσα στους οποίους οι Γεώργιος Ράλλης και Παναγιώτης Παπαληγούρας, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υποβάλλει την παραίτηση της κυβέρνησής του. Προκηρύσσονται εκλογές για την 11η Μαΐου.

  • 1962 Γεννήθηκε ο Τζον Μπον Τζόβι, Αμερικανός ρόκερ. Ο αμερικανός τραγουδιστής και συνθέτης Τζον Μπον Τζόβι έχει κατακτήσει τη δική του ξεχωριστή θέση στο πάνθεον της ροκ μουσικής με το συγκρότημα Bon Jovi, που ίδρυσε το 1983. Οι Bon Jovi επιβλήθηκαν εμπορικά κι έκαναν μεγάλες επιτυχίες που ακούγονται μέχρι σήμερα, με ένα μουσικό μείγμα, όχι υπερβολικά ποπ για τους χεβιμεταλάδες, αλλά ούτε υπερβολικά σκληρό για τους ακροατές της ποπ. Ο Τζον Φράνσις Μποντζόβι τζούνιορ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1962 στην πόλη Περθ Αμπόι της πολιτείας Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Ο πατέρας του, πρώην πεζοναύτης, ήταν κουρέας και η μητέρα του αρχικά «λαγουδάκι» του Playboy και μετέπειτα ανθοπώλισσα. Από τα εφηβικά του χρόνια άρχισε ν’ ασχολείται με τη μουσική κι έπαιζε σε διάφορα συγκροτήματα. Το 1980 ηχογράφησε μία κασέτα με δικά του τραγούδια, από την οποία ξεχώρισε το «Runaway». Το τραγούδι άρχισε ν’ ακούγεται από ραδιοσταθμούς της Νέας Υόρκης και να κάνει το όνομά του γνωστό. Η επιτυχία του αυτή δρομολόγησε τη δημιουργία ενός πενταμελούς συγκροτήματος, που έλαβε την ονομασία του επωνύμου με διαφορετική γραφή (Bon Jovi), ενώ ο ίδιος εμφανιζόταν ως Τζον Μπον Τζόβι. Από το συγκρότημα ξεχώρισε ο κιθαρίστας Ρίτσι Σαμπόρα, με τον οποίο έγραφε τα περισσότερα τραγούδια του συγκροτήματος. Οι Bon Jovi άρχισαν να γίνονται γνωστοί από τις συναυλίες τους και η μεγάλη επιτυχία ήρθε με το τρίτο τους άλμπουμ «Slippery When Wet» (1986), στο οποίο περιλαμβάνοντι οι διαχρονικές επιτυχίες «You Give Love a Bad Name», «Livin’ on a Prayer» και «Wanted Dead or Alive». Ανάλογη επιτυχία σημείωσε και το επόμενο άλμπουμ τους «New Jersey» (1987), με τις επιτυχίες «Lay Your Hands on Me» «I'll Be There for You» και «Bad Medicine». Από τότε κυκλοφόρησαν άλλα 11 άλμπουμ, από τα οποία ξεχώρισαν τα τραγούδια «Bed of Roses» (1992), «Always» (1994), «It’s My Life» (2000) και «Have a Nice Day» (2005). Το συγκρότημα αγαπήθηκε και από το κοινό της κάντρι, όταν το 2005 ο Τζον Μπον Τζόβι τραγούδησε ντουέτο με την Τζένιφερ Γκάρλαντ των Sugarland το τραγούδι «Who Says You Can’t Go Home». Ήταν η πρώτη φορά που ένα ροκ γκρουπ ανέβηκε στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών της κάντρι μουσικής. Ο Τζον Μπον Τζόβι, που ταυτίστηκε με το δημιούργημά του, κυκλοφόρησε και δύο προσωπικούς δίσκους, οι οποίοι ήταν σάουντρακ αντίστοιχων ταινιών. Ο πρώτος με τίτλο «Blaze of Glory» (1990) γράφτηκε για τις ανάγκες της ταινίας «Young Guns II» και το ομώνυμο κομμάτι ήταν υποψήφιο για Όσκαρ τραγουδιού. Ο δεύτερος δίσκος με τον τίτλο «Destination Anywhere» (1997) για την ομώνυμη ταινία με πρωταγωνιστή τον ίδιο και την Ντέμι Μουρ. Η καριέρα του στον κινηματογράφο είχε ξεκινήσει το 1990 με μικρούς χαρακτηριστικούς ρόλους. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι του πλωτάρχη Έμετ στο πολεμικό δράμα του Τζόναθαν Μόστοου «U-571, το Χαμένο Υποβρύχιο» (2000). Ο Τζον Μπον Τζόβι έχει να επιδείξει και πλούσιο φιλανθρωπικό έργο στον τομέα της στέγασης και της εστίασης αστέγων. Από το 1989 είναι νυμφευμένος με τη συμμαθήτριά του Ντόροθι Χάρλεϊ, με την οποία έχει αποκτήσει 4 παιδιά. Το 2018 έγινε δεκτός στο Πάνθεο του Ρόκ εντ Ρολ (Rock 'n' Roll Hall of Fame).

  • 1963 Κυκλοφορεί στη Βρετανία ο πρώτος δίσκος των Μπιτλς με τίτλο “Please Please Me”.

  • 1968 Γεννήθηκε Ντάνιελ Κρεγκ, Άγγλος ηθοποιός

  • 1969 Πραγματοποιείται η πρώτη πτήση του Κονκόρντ, με το γαλλικό πρωτότυπο 001(F‑WTSS) στην Τουλούζη της Γαλλίας.

  • 1971 Βίαια επεισόδια ξεσπούν στο Πακιστάν, καθώς το Κοινοβούλιο εκλέγεται με γενική ψηφοφορία για πρώτη φορά αφότου η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε από την Ινδία.

  • 1972 Οι μητροπολίτες Κιτίου Άνθιμος, Πάφου Γεννάδιος και Κυρήνειας Κυπριανός ζητούν την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Μακάριου από την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άμεση κινητοποίηση των υποστηρικτών του Μακάριου, οι οποίοι διαδηλώνουν υπέρ του αρχιεπισκόπου.

  • 1973 Ο “Μαύρος Σεπτέμβρης” εκτελεί τρεις ομήρους διπλωμάτες (δύο Αμερικανούς και έναν Βέλγο), εντός της Πρεσβείας της Σαουδικής Αραβίας στην πρωτεύουσα του Σουδάν, Χαρτούμ.

  • 1977 Πέθανε η Εζενί Μπραζιέ: Η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με τρία αστέρια Μισελέν. Διάσημη γαλλίδα μαγείρισσα (σεφ), γνωστή με το προσωνύμιο «Μαμά Μπραζιέ», που ανέδειξε τη Λυών σε πρωτεύουσα της γαλλικής γαστρονομίας. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με τρία αστέρια Μισελέν το 1933 και η οποία ανέδειξε τη Λυών σε πρωτεύουσα της γαλλικής γαστρονομίας. Γεννήθηκε σε ταπεινό περιβάλλον στους λόφους της Μπρες, στα περίχωρα της Λυών, στις 12 Ιουνίου 1895. Έμεινε νωρίς ορφανή από μητέρα και σε νεαρή ηλικία άρχισε ν’ απασχολείται σε διάφορες αγροτικές δουλειές. Στα 19 της έμεινε έγκυος από ένα παντρεμένο γείτονά της και ο πατέρας της μη αντέχοντας την προσβολή την έδιωξε απ’ το σπίτι. Αυτή βρήκε καταφύγιο με το νεογέννητο παιδί της στη Λυών, όπου εργάστηκε αρχικά ως νοσοκόμα και στη συνέχεια ως μαγείρισσα σ’ ένα πλουσιόσπιτο, όπου έμαθε πολλά από τα μυστικά της γαστρονομίας. Στις 19 Απριλίου 1921, άνοιξε το πρώτο της εστιατόριο με την ονομασία «La Mère Brazier» («Μαμά Μπραζιέ»), εξ ου και το προσωνύμιο, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του γάλλου κριτικού γαστρονομίας Κιρνοσκί, ο οποίος είχε εκτιμήσει τις ικανότητές της. Σύντομα η Μπραζιέ έκανε την κουζίνα της Λυών διάσημη σε όλη τη Γαλλία. Την παράδοση που δημιούργησε συνέχισε ο μαθητής της Πολ Μποκίς (1926-2018), που μέσω της «νέας κουζίνας» την έκανε παγκόσμιο φαινόμενο. Ανάμεσα στους διάσημους πελάτες ήταν οι πρόεδροι της Γαλλίας Σαρλ Ντε Γκολ και Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, καθώς και η σταρ του Χόλιγουντ Μάρλεν Ντίτριχ, που λάτρευε ένα από τα διάσημα πιάτα της, το «Langouste Belle Aurore» («Αστακός της Όμορφης Αυγής»), αποτελούμενο από αστακό μουσκεμένο σε μπράντι και κρέμα γάλακτος.

  • 1980 Ο Τζον Μακ Ενρόε γίνεται ο νεότερος τενίστας, που φτάνει στο Νο 1 της παγκόσμιας κατάταξης σε ηλικία 21 χρονών και 45 ημερών.

  • 1989 Απαντώντας στις αποκαλύψεις ότι υπήρξε μέλος ναζιστικής οργάνωσης, ο γγ του ΝΑΤΟ Γιόζεφ Λουνς απαντά ότι δήθεν ένας συγγενής του τον είχε γράψει μέλος του ναζιστικού κόμματος, χωρίς τη συγκατάθεσή του!

  • 1990 Έπειτα από 27 χρόνια στη φυλακή, ο Νέλσον Μαντέλα επιστρέφει στην ενεργό πολιτική δράση, καθώς εκλέγεται αντιπρόεδρος του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου. Τέσσερα χρόνια μετά θα κερδίσει τις εθνικές εκλογές και θα γίνει ο πρώτος μαύρος Πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής.

  • 1995 Στην Ελλάδα, 181 βουλευτές ψηφίζουν υπέρ της υποψηφιότητας του Κωστή Στεφανόπουλου για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έναντι 108, που ψηφίζουν υπέρ του Αθανάσιου Τσαλδάρη

  • 1995 Ο επί εφτά φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι κατηγορείται ότι υπήρξε μέλος της Μαφίας. Μετά από πολύχρονη δίκη αθωώθηκε.

  • 1997 Πέθανε (ετάφη στην Καλιφόρνια, Λος Άντζελες) ο συνθέτης και τραγουδιστής Κώστας Καπλάνης από τους σημαντικότερους ρεμπέτες (γενν., 15-Αυγ-1920) : ήταν ένα από τα 11 παιδιά μιας οικογένειας Σμυρνιών, οι οποίοι ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα (αρχικά στη Χίο), ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Ξεκίνησε να διδάσκεται μπουζούκι από μικρή ηλικία και το 1946 έπαιξε για πρώτη φορά σε δίσκο, στο τραγούδι του Μανώλη Χιώτη, “Ο Πασατέμπος”. Ακολούθησαν τα πολύ γνωστά «Το Μινόρε της Αυγής», «Φέρε μας κάπελα κρασί», «Ψιλή βροχή», «Ένας Αλήτης πέθανε» (που ερμήνευσε η Σωτηρία Μπέλου), «Όμορφη Πειραιώτισσα» κ.α. Το 1954 περιόδευσε στις ΗΠΑ με τη Μαρίκα Νίνου και από τότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καλιφόρνια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση καταγράφηκε το 1993 στο κέντρο «Μετρό» με την Άννα Χρυσάφη, ενώ η τελευταία του σύνθεση ήταν ο δίσκος «Τραγουδοποιείον η Ωραία Ελλάς».

  • 1999 Πέθανε η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ: Η «καλύτερη ποπ τραγουδίστρια» της Βρετανίας. Αγγλίδα τραγουδίστρια, γνωστή για την εντυπωσιακή της ευελιξία σε όλα τα μουσικά είδη, τη σκηνική της παρουσία και τη χαρακτηριστική πλούσια ξανθιά κόμη της. Απ’ όλες τις λευκές τραγουδίστριες που ξεπήδησαν μέσα από τη βρετανική σκηνή της δεκαετίας του ’60 αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τα R&B και σόουλ στοιχεία. Διέγραψε μία αρκετά επιτυχημένη καριέρα που ξεπέρασε τα 40 χρόνια. Μεγάλη της επιτυχία το τραγούδι «I Only Want to Be with You», που ήταν και το πρώτο σινγκλ της προσωπικής της καριέρας. Η Μαίρη Ο’ Μπράιαν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 16 Απριλίου 1939 και από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στη μουσική. Μικρή τη φώναζαν «dusty» (σκονισμένη, βρόμικη), επειδή έπαιζε ποδόσφαιρο με τα αγόρια της γειτονιάς και το παρατσούκλι αυτό υιοθέτησε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο μαζί με το πιο εύηχο «Springfield». Η επαγγελματική της σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1958 όταν εντάχθηκε για λίγο στο γυναικείο φωνητικό συγκρότημα «Lana Sisters». Αμέσως μετά σχημάτισε με τον αδελφό της Τομ Σπρίνγκφιλντ και τον Τιμ Φιλντ το ποπ-φολκ συγκρότημα «The Springfields». Το 1962, το τρίο κυκλοφόρησε το τραγούδι «Silver Threads and Golden Needles», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ – σπάνιο επίτευγμα για βρετανικό γκρουπ εκείνη την εποχή. Επιτυχία σημείωσαν και τα τραγούδια του συγκροτήματος «Island Of Dreams» και «Say I Won’t Be There». Καθώς πήγαινε στο Νάσβιλ για μία ηχογράφηση, η Ντάστι έκανε μια στάση στη Νέα Υόρκη, η οποία έμελλε ν’ αλλάξει την καριέρα της, όταν συνειδητοποίησε ότι η δημιουργική της κλίση ήταν πιο κοντά στη σόουλ και το R&B. Παρόλο που το συγκρότημα διαλύθηκε, η Ντάστι συνέχισε να χρησιμοποιεί τη σκηνική εικόνα των Springfields στην προσωπική της καριέρα. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν το τραγούδι των Χόκερ/Ρέιμοντ «I Only Want to Be with You», που κυκλοφόρησε στις 8 Νοεμβρίου 1963. Το τραγούδι άνοιξε το δρόμο της επιτυχίας σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, με τις διασκευές στα τραγούδια του Μπερτ Μπάκαρα «I Just Don’t Know What To Do With My Self» και «Wishin’ And Hoppin’» (1964), καθώς και με την μπαλάντα «You Don’t Have To Say You Love Me» (1966), που ήταν διασκευή του «Io che non vivo (senza te)» του ιταλού τραγουδοποιού Πίνο Ντονάτζιο. Άλλες επιτυχίες της αυτής της περιόδου ήταν τα τραγούδια «Goin’ Back», «All I See Is You» και κυρίως το «The Look Of Love» του Μπερτ Μπάκαρα, που ακουγόταν στην ταινία «Casino Royale» (1967) με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ. Το αποκορύφωμα της καριέρας της ήταν το άλμπουμ «Dusty in Memphis» (1968), που κέρδισε την αποδοχή των κριτικών, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μεγάλη Βρετανία. Από τον δίσκο ξεχώρισε το τραγούδι «Son Of A Preacher Man», που διασκευάστηκε αργότερα από την Αρίθα Φράνκλιν. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το μουσικό ταξίδι της Σπρίνγκφιλντ συνεχίστηκε σε διάφορα είδη και στιλ. To 1987 επέστρεψε στα βρετανικά τσαρτ με το «What Have I Done To Deserve This» (σε συνεργασία με τους Pet Shop Boys), καθώς και με τη διασκευή στο «Something In Your Eyes» του Ρίτσαρντ Κάρπεντερ. Με τους Pet Shop Boys συνεργάστηκε και στα «Nothing Has Been Proved» και «In Private». To 1994 κυκλοφόρησε η ανθολογία «Goin’ Back» με τις σημαντικότερες στιγμές του έργου της και ανέβηκε στο βρετανικό Top 5. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το τελευταίο της στούντιο άλμπουμ «A Very Fine Love» και κέρδισε τον έπαινο των Rolling Stones ως η καλύτερη ποπ τραγουδίστρια της Βρετανίας. Η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαρτίου 1999, νικημένη από τον καρκίνο, σε ηλικία 59 ετών. Δέκα μέρες αργότερα εκλέχτηκε μέλος του Rock& Roll Hall of Fame.

  • 2008 Υψηλή δυσαρέσκεια για τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας και εντυπωσιακή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει δημοσκόπηση της Κάπα Research που δημοσιεύεται στο «Βήμα της Κυριακής». Στην πρόθεση ψήφου, η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει ποσοστό 29,1%, το ΠΑΣΟΚ 23,2%, ο ΣΥΡΙΖΑ 18,4%, το ΚΚΕ 7,5% και ο ΛΑΟΣ 5,1%. Καταλληλότερος για πρωθυπουργός ο Κώστας Καραμανλής με 41,2%, έναντι 19,3% του Γιώργου Παπανδρέου.

  • 2014 Ο Παναθηναϊκός νικάει τον Ολυμπιακό με 3-0 στο Στάδιο Καραϊσκάκη και διακόπτει το αήττητο σερί του αντιπάλου του στο πρωτάθλημα.

  • 2019 Πέθανε ο Γιάννης Μπεχράκης. Πολυβραβευμένος φωτορεπόρτερ, συνεργάτης επί σειρά ετών του πρακτορείου Reuters. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την κάλυψη της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης του 2015. Ο Γιάννης Μπεχράκης ήταν πολυβραβευμένος φωτορεπόρτερ, συνεργάτης επί σειρά ετών του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την κάλυψη της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης του 2015 στην Ευρώπη. Στην επαγγελματική του πορεία κέρδισε το σεβασμό των συναδέλφων του για την ικανότητα και το θάρρος του. Ο Γιάννης Μπεχράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε φωτογραφία στο Athens School of Arts and Technology και στο Πανεπιστήμιο Μίντλεσεξ του Λονδίνου. Το 1988 εντάχθηκε στο δυναμικό του Reuters κι έκτοτε κάλυψε σημαντικά και συνταρακτικά γεγονότα σε όλο τον κόσμο, από την κρίση στη Λιβύη το 1989, τις συρράξεις στο Αφγανιστάν, στην Αφρική, στην Τσετσενία, έως τον καταστροφικό σεισμό στο Κασμίρ και την εξέγερση στην Αίγυπτο το 2011. Ήταν ο επικεφαλής της ομάδας του πρακτορείου που έλαβε το Βραβείο Πούλιτζερ το 2016, για την κάλυψη της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρώπη το 2015. Αναφερόμενος στη ματιά και το στιλ της δουλειάς του Μπεχράκη, ο βετεράνος φωτορεπόρτερ του Reuters Γκόραν Τομάσεβιτς είχε πει ότι πάντα το ζητούμενο γι’ αυτόν «ήταν να αφηγηθεί την ιστορία με όσο πιο άρτιο και καλλιτεχνικό τρόπο». «Δεν θα συναντήσετε κανέναν εξίσου αφοσιωμένο, τόσο εστιασμένο, κάποιον που θα θυσίαζε τα πάντα για να καταγράψει την πιο σημαντική εικόνα» είχε προσθέσει. Οι συνάδελφοί του που εργάστηκαν μαζί του τόνισαν πως το Ρόιτερς έχασε έναν ταλαντούχο, απόλυτα αφοσιωμένο φωτογράφο και δημοσιογράφο. Αυτή η αφοσίωση του Μπεχράκη ήταν βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ο φίλος και συνάδελφός του Βασίλης Τριανταφύλλου, που συνεργάστηκε μαζί του 30 χρόνια, τον περιγράφει ως «θυελλώδη» τύπο, που δεν σταματούσε να δουλεύει, μέρα-νύχτα, ενίοτε με κίνδυνο ακόμα και για τη ζωή του, για να τραβήξει τη φωτογραφία που ήθελε. Όταν ο Μπεχράκης δεν ήταν απορροφημένος στη δουλειά του, ήταν θερμός, αστειευόταν, συνάρπαζε τους ανθρώπους γύρω του. Ενίοτε, μπορούσε να είναι παράφορος. «Ο Γιάννης ήταν από τους καλύτερους φωτοειδησεογράφους της γενιάς του, ήταν παθιασμένος, γεμάτος ζωή, γεμάτος ένταση στη δουλειά του και στη ζωή του», σημείωσε η Ντίνα Κυριακίδου-Κοντίνη, η οποία δουλεύει για το πρακτορείο στις ΗΠΑ. «Οι φωτογραφίες του είναι εκπληκτικές, ορισμένες είναι έργα τέχνης. Όμως ήταν η βαθιά κατανόηση των θεμάτων αυτή που τον έκανε σπουδαίο φωτοειδησεογράφο». Αυτό που βρισκόταν πίσω απ’ όλα όσα έκανε ο Μπεχράκης στην επαγγελματική του σταδιοδρομία ήταν η σπάνια αποφασιστικότητά του να αποκαλύψει στον κόσμο τι συνέβαινε στις εμπόλεμες χώρες και στις χώρες σε κρίση. Πίστευε στη δύναμη της εικόνας, της φωτογραφίας που μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου, ακόμη και να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Αυτή η πεποίθησή του τον ώθησε να δημιουργήσει ένα έργο-παρακαταθήκη που θα μείνει στη συλλογική μνήμη για πολλά χρόνια μετά τη φυγή του. «Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: "δεν γνώριζα"». Ο Γιάννης Μπεχράκης πέθανε στις 2 Μαρτίου 2019, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 58 ετών. Άφησε πίσω τη σύζυγό του Ελισάβετ, την κόρη τους Ρεβέκκα και τον γιο του Δημήτρη.

Previous
Previous

Μπουλς - Μπακς 97-113

Next
Next

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τίμησε τη μνήμη των θυμάτων των Τεμπών